υπόκυκλος

υπόκυκλος
-ον, Α
1. αυτός που έχει από κάτω τροχούς, ὑπότροχος*
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόκυκλον
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπόκυκλα
τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κύκλος (πρβλ. ἔγκυκλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόκυκλος — running on wheels masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόκυκλον — ὑπόκυκλος running on wheels masc/fem acc sg ὑπόκυκλος running on wheels neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόκυκλα — ὑπόκυκλος running on wheels neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”